- διερμηνεύοι
- διερμηνεύοῑ , διερμηνεύωinterpretpres opt act 3rd sgδιερμηνεύοῑ , διερμηνεύωinterpretpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.